-
1 στυφελίζω
στυφελίζω, fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῠ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.
-
2 ἀ-σφαλής
ἀ-σφαλής, ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅϑι φασὶ ϑεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάϑρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παϑεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παϑεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως ϑέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως ϑέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευϑῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωϑήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
-
3 στυφελίζω
A strike hard,τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε.. ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437
; ; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ.. κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος.. ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581;τὸν δ'.. ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496
; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234;τινὰ κορύνῃ A.R.2.115
;κῦμα.. ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665
(Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.);Ποσείδαν.. ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26
.2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380, 512, Od.18.416;τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273
.—[dialect] Ep. word, used by Pi.Fr. 225, S.Ant. 139 (lyr., abs.); alsoσ. τρώματα Hp.Fract.31
: in late Prose, Plu.Nob.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυφελίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий